- ποδοκρουστία
- ἡ, Ατο έντονο χτύπημα τών ποδιών σε ζωηρό χορό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κρουστία (< -κρούστης< κρούω), πρβλ. θυρο-κρουστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδοκρουστίαις — ποδοκρουστία stamping with the feet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)